πτητικός

πτητικός
-ή, -ό / πτητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ.
γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να περιέλθει σε αέρια κατάσταση μέσα σε δεδομένη θερμοκρασία («πτητικά αιθέρια έλαια»)
2. φρ. α) «πτητική μεμβράνη» ζωολ.
i) πτυχή τού δέρματος που συνδέει τον λαιμό με τα μπροστινά πόδια και αυτά με τα πίσω και με την ουρά όπως είναι οι ιπτάμενοι σκίουροι, οι νυχτερίδες, οι πετόσαυροι
ii) το τμήμα τού δέρματος στην επιφάνεια τής φτερούγας τών πτηνών που συγκρατεί τα λεπτά φτερά ώστε να μη συστρέφονται κατά την πτήση
β) «πτητική συσκευή»
τεχνολ. κάθε ανθρώπινο κατασκεύασμα ικανό να εκτελεί αυτόνομη πτήση
γ) «πτητική συσκευή βαρύτερη από τον αέρα»
(αερον.) πτητική συσκευή τής οποίας η πτήση πραγματοποιείται με τη βοήθεια μηχανής τοποθετημένης σε ειδικό αεροσκάφος, όπως είναι λ.χ. τα αεροπλάνα, τα ελικόπτερα, τα λεγόμενα διαστημικά λεωφορεία κ.ά.
δ) «πτητική συσκευή ελαφρότερη από τον αέρα» — συσκευή ικανή να ανυψώνεται χάρη στο γεγονός ότι περιέχει αέρα ή αέριο ελαφρότερα από τον περιβάλλοντα αέρα τής ατμόσφαιρας, όπως είναι τα αερόστατα και τα αερόπλοια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πτητικόν
η ικανότητα για πτήση, η πτητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- τού πέτομαι*) + κατάλ. -τικός (πρβλ. τμη-τικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πτήση, ο ικανός ή κατάλληλος για πτήση: Πτητική μηχανή. 2. που εξατμίζεται ή εξαερώνεται γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτητικά — πτητικός able to fly neut nom/voc/acc pl πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc/acc dual πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικῶν — πτητικός able to fly fem gen pl πτητικός able to fly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικόν — πτητικός able to fly masc acc sg πτητικός able to fly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικοῖς — πτητικός able to fly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικοί — πτητικός able to fly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικούς — πτητικός able to fly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικωτέροις — πτητικός able to fly masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικῶς — πτητικός able to fly adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπνευστός — ή, ό (Α διαπνευστός, ή, όν) ο πτητικός, αυτός που εύκολα εξαερώνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”